
Παρουσιάζοντας έργα εμπνευσμένα από την ελληνική παραδοσιακή λαϊκή τέχνη και τη μουσική του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, ο Paolo Colombo παρουσιάζει στην γκαλερί Bernier/Eliades την έκθεση “Μουσική & Μωσαϊκά” με έργα εμπνευσμένα από ελληνικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά ψηφιδωτά.

Από την τελεία στην γραμμή και από εκεί στο σχήμα
Η τεχνική του Paolo Colombo είναι ιδιαίτερη καθώς γραμμές, τετράγωνα και παραστατικά στοιχεία συνυφαίνονται σε μια προσωπική γραμματική και σύνταξη της ζωγραφικής. Στην παρούσα έκθεση με τίτλο “Μουσική και Μωσαϊκά”, ο Colombo παρουσιάζει τρεις ηχητικές εγκαταστάσεις, δύο εγκαταστάσεις δαπέδων με ψηφιδωτά, έξι μεγάλες ακουαρέλες-ψηφιδωτά και δύο προσωπογραφίες Ελλήνων μουσικών.

Οι ζωγραφικές συνθέσεις του Paolo Colombo δομούνται αυστηρά, με γραμμές που τέμνονται με ακρίβεια και παραπέμπουν σε πτυχώσεις και διαφάνειες υφασμάτων, μέσα από τις οποίες αναδύεται μία εικονοποιία που παραπέμπει στην αρχαιότητα. “Μοιάζουν σαν να φαίνονται πίσω από ένα φύλλο τούλι ή οργάντζα, το οποίο είναι βαμμένο. Γραμμές καλύπτουν το φύλλο χαρτιού, αντιπροσωπεύοντας ένα σκισμένο ύφασμα και αποκαλύπτοντας από κάτω του στρώματα ιστορίας, τα οποία αντιπροσωπεύονται από μωσαϊκά πλακάκια”.

Η μαγεία του συμπιεσμένου χρόνου
“Οι κουκκίδες είναι φτιαγμένες με μολύβια και είναι χρονοβόρες. Πρέπει να φανταστείς ότι μετά από κάθε τέσσερις ή πέντε κουκκίδες, πρέπει να ξύσω το μολύβι. Είναι μια χειρονομία που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, για τα μεγάλα σχέδια περίπου εξακόσιες χιλιάδες φορές. Τα σημάδια σε αυτά τα σχέδια φαίνονται εφήμερα, σαν να μπορούσες να φυσήξεις πάνω τους και να τα εξαφανίσεις. Νομίζω ότι η μαγεία της ζωγραφικής είναι ότι μπορεί να συμπιέσει τον χρόνο με τρόπο που καμία άλλη μορφή τέχνης δεν το κάνει, και ότι η αίσθηση του χρόνου μπορεί να ενσωματωθεί στο νόημα του έργου. Το γεγονός ότι βρίσκονται σε ξεχωριστά φύλλα χαρτιού τοποθετημένα σε ένα πλαίσιο με έναν σταυρό κενού χώρου ανάμεσά τους μου επιτρέπει να έχω μια αίσθηση τόσο του διατεταγμένου όσο και του αποσπασματικού χρόνου” εξηγεί ο Paolo Colombo.


Προσεγγίζοντας τη ζωγραφική ως μια ποιητική πράξη, ως επέκταση της γλώσσας μέσω της εικόνας, η τέχνη του Paolo Colombo συνομιλεί εξίσου με την ακαδημαϊκή και λαϊκή κουλτούρα αν και εμπνέεται από το παρελθόν, παραμένει λιτή και ουσιώδης εντός του μοντερνιστικού κανόνα. Ο ίδιος λέει σχετικά: “Είμαι αυτοδίδακτος καλλιτέχνης. Έχω πτυχίο στην αγγλική λογοτεχνία και η διατριβή μου αφορούσε την Προραφαηλίτικη Αδελφότητα, ένα κίνημα που συνέδεε τη λογοτεχνία με την τέχνη. Φαντάζομαι ότι έτσι έπεσαν οι πρώτοι σπόροι”.

Οι ακουαρέλες του Paolo Colombo
“Με τα χρόνια επέστρεψα στις ακουαρέλες. Τα νεότερα έργα είναι ζωγραφισμένα πολύ πιο ‘πυκνά’. Από την αρχή έκανα μόνο ακουαρέλες και σχέδια. Μόλις αποφοίτησα από το λύκειο, το οποίο βρισκόταν στην κορυφή ενός ελβετικού βουνού όπου υπήρχε μόνο το σχολείο και ένα αγρόκτημα, πέρασα δύο μήνες στην Κρήτη, ένα μέρος διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο που είχα πάει ποτέ. Έφερα μαζί μου καμβάδες και λαδομπογιές και πέρασα αυτόν τον χρόνο ζωγραφίζοντας. Δεν ήξερα ακόμα τι να κάνω, αλλά προσπάθησα, ίσως, να φτιάξω ‘τοπία’. Όταν ήρθε η ώρα να φύγω για να ξεκινήσω το πανεπιστήμιο, τα έβαλα όλα σε μια ‘βαλίτσα’, η οποία χάθηκε κατά τη διάρκεια της πτήσης. Τότε αγόρασα το πρώτο μου κουτί με ‘ακουαρέλες’. Στα έργα μετά το 2007, η χρωστική ουσία ακουαρέλας είναι πολύ πυκνή. Είναι στην πραγματικότητα πίνακες σε χαρτί. Ελπίζω ο καθένας να είναι διαφορετικός σε ιδέα και ‘φύση’. Δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι. Κάνω ίσως πέντε ή έξι πίνακες το πολύ πάνω σε ένα θέμα πριν προχωρήσω”.

112 x 75 cm (framed: 125 x 86 x 6 cm) Photo credits: Courtesy of the artist and Bernier/Eliades Gallery | Photo: Boris Kirpotin

112 x 75 cm (framed: 125 x 86 x 6 cm} Photo credits: Courtesy of the artist and Bernier/Eliades Gallery | Photo: Boris Kirpotin
Ο Ιταλός εικαστικός, επιμελητής και ποιητής Paolo Colombo (1949) σπούδασε Γλώσσες και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Η πρώτη του έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1974 στο Μιλάνο, στην Galleria Mario Tazzoli, ενώ υπήρξε ο πρώτος Ευρωπαίος εικαστικός που παρουσίασε έργα στο PS1 στη Νέα Υόρκη (1977). Στην πορεία της ζωής του εργάσθηκε ως επιμελητής σε μικρές πανεπιστημιακές γκαλερί για περίπου είκοσι χρόνια. Μετά από αυτό, όταν οι συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές άρχισε πάλι την ενασχόλησή του με τα εικαστικά.

Η σχέση του με την Ελλάδα
“Αυτό που με τράβηξε στην Ελλάδα ήταν ο έρωτας, όπως όλα όσα σε έλκουν σε κάτι όταν είσαι δεκαοκτώ ή δεκαεννέα ετών. Και μετά ολοκληρώθηκε με την ανακάλυψη δύο ποιητών, του Κ. Π. Καβάφη και του Γιώργου Σεφέρη, οι οποίοι με συνοδεύουν από τότε. Στην Ελλάδα ένιωσα την πρώτη αίσθηση ελευθερίας και, ως εκ τούτου, τη θυμόμουν για πάντα όπως θα θυμόταν κανείς τον πρώτο έρωτα. Με τράβηξε επίσης η απλότητα της αρχιτεκτονικής, τόσο στην Αθήνα όσο και στα νησιά. Δεν μου αρέσει η μπαρόκ αρχιτεκτονική και έτσι ήμουν λίγο σαν ψάρι έξω από το νερό στη Ρώμη. Τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος της Ρώμης. Λατρεύω την αμεσότητα της ελληνικής γλώσσας. Λατρεύω τη μουσική. Λατρεύω τον πολιτισμό. Την ερωτεύτηκα και έκτοτε είμαι πιστός σε αυτήν την αγάπη”.
Η έκθεση “Μουσική και Μωσαϊκά” θα φιλοξενείται στην Bernier Eliades Gallery έως 8 Νοεμβρίου 2025
Φωτογραφίες, Bernier Eliades Gallery
Κείμενο, Μίνα Καραγιάννη Μουσειολόγος – Επιμελήτρια / @museum.ephemera