Από τη Ζάκυνθο στην Αθήνα και από εκεί στη Νέα Υόρκη και ολόκληρο τον κόσμο, ως υποδειγματική απόδειξη του ότι τα Όνειρα υλοποιούνται χωρίς να σταματούν ποτέ να μας τραβάνε από το χέρι και πάντα μα πάντα γράφονται με κεφαλαίο το όμικρον, ο Πέτρος Κλαμπάνης καταθέτει την δική του πρόταση στον διεθνή πλανήτη της τζαζ. Μία πρόταση που εκτός από σκληρή δουλειά προϋποθέτει και μια διόλου εύκολη άσκηση ισορροπίας μεταξύ ενστίκτου, δημιουργικής “φλόγας” και πρακτικού ρεαλισμού. Κι όμως το αποτέλεσμα μοιάζει αβίαστο, με τα όρια μεταξύ αυτοσχεδιασμού και κανόνων να χάνονται κάπου ανάμεσα στις νότες και ένα συναίσθημα σαν επίγευση, τελικά πάντα στραμμένο προς την θετικότητα. Αλήθεια, πώς τα καταφέρνει;
Πριν από τις σπουδές Κοντραμπάσου στο Conservatorium van Amsterdam και έπειτα στο Aaron Copland School of Music στη Νέα Υόρκη, είχατε ξεκινήσει να σπουδάζετε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Σίγουρα σας κέρδισε τελικά η μουσική, ωστόσο θα λέγατε ότι η «έτερη» κλίση προς τις θετικές επιστήμες υπάρχει ακόμη στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε κατά κάποιο τρόπο τη μουσική;
Νομίζω πως η μουσική και τα μαθηματικά έχουν κάποιου είδους συνάφεια. Η σχέση αυτή άρχισε να γίνεται αντιληπτή και να θεωρητικοποιείται από την αρχαιότητα. Στην Ελλάδα υπήρχε η σχολή των Πυθαγορείων, που ήταν πιο “hardcore” μαθηματικοί και η σχολή που ακολουθούσε την διδασκαλία του Αριστόξενου, η οποία στηριζόταν πιο πολύ στο ένστικτο.
Στη δική μου περίπτωση τα μαθηματικά έχουν κάποια θέση στη διαδικασία της δημιουργίας. Όπως είπατε, πέρασα αρκετό διάστημα σπουδάζοντας μαθηματικά, οπότε αυτό φυσικά επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι. Χρησιμοποιώ τα μαθηματικά για να “δημιουργώ” το υλικό μου, είτε αυτό είναι ένας ρυθμός, μια μελωδική γραμμή ή μια ακολουθία συγχορδιών. Τελικά όμως αυτός που θα πάρει τις τελικές αποφάσεις είναι ο “ακροατής” εαυτός μου, η καρδιά μου, αν θέλετε. Θεωρώ πως η μουσική δημιουργία και η κάθε είδους καλλιτεχνική δημιουργία- είναι μια μεταφυσική διαδικασία. Τα μαθηματικά είναι ένα εργαλείο για να οργανώσουμε τις πληροφορίες και να δημιουργήσουμε κανόνες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εγγυώνται την επιτυχία του καλλιτεχνικού εγχειρήματος.
Πόσο καθοριστικό ρόλο παίζει η Νέα Υόρκη και η ενέργειά της σαν πηγή επιρροής στη δουλειά σας; Τι ανυπομονείτε να βρείτε σε αυτήν όταν επιστρέφετε από τα ταξίδια σας;
H Νέα Υόρκη και η μουσική της, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη μουσική μου. Είναι θαυμαστή η συγκέντρωση ανθρώπων με υψηλούς στόχους, φιλοδοξίες και αφοσίωση σε αυτό που κάνουν. Δεν μιλάω μόνο για τη μουσική. Είναι ένα περιβάλλον πολύ δημιουργικό, δυναμικό και ο καθένας κρίνεται από το έργο το οποίο παράγει. Δεν είναι σε καμιά περίπτωση ο Παράδεισος επί της Γης – δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Είναι μια σκληρή πόλη, με ανισότητες, ακρίβεια και η κοινωνία της σαφώς χαρακτηρίζεται από τον υλισμό.
Η επιλογή του περιβάλλοντος στο οποίο κάποιος ζει, δεν διέπεται ακριβώς από την ποιότητα του ίδιου του περιβάλλοντος, αλλά από το πώς αυτό τον επηρεάζει. Με αυτή τη λογική έχω επιλέξει τη Νέα Υόρκη ως έδρα μου. Ποτέ δεν ήταν μια πόλη εύκολη, στην οποία να νιώθω τελείως άνετα και να έχω την ποιότητα ζωής που θα είχα για παράδειγμα στην Αθήνα ή σε μια άλλη Μεσογειακή πόλη. Μέσα από αυτό το “struggle” όμως, έχω μάθει πολλά πράγματα για τον κόσμο και τον εαυτό μου. Μπαίνω στον κόπο να ανακαλύψω γωνιές του χαρακτήρα μου και δυνατότητές μου, που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μην ήξερα πως υπάρχουν.
Η Νέα Υόρκη για μένα συμβολίζει την χρυσή τομή θεωρίας και πράξης. Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που με “χτυπάει” όταν συναναστρέφομαι τους συνεργάτες μου εκεί, οι οποίοι με βοηθούν να είμαι πιο δημιουργικός με ένα απλό και φυσικό τρόπο. Και για αυτό τους είμαι ευγνώμων.
Τι ήταν αυτό που έβαλε την τζαζ στην καρδιά σας; Θυμόσαστε πότε σκεφτήκατε, «να, αυτό που ακούω τώρα θέλω να το κάνω κι εγώ»;
Μου άρεσε από μικρή ηλικία να αυτοσχεδιάζω. Έπαιζα πιάνο από τα 4-5 μου και αντλούσα πολύ μεγάλη ικανοποίηση όταν μάθαινα να παίζω με το “αυτί” ένα τραγούδι. Ύστερα συνέχιζα και το έκανα δικό μου, προσθέτοντας ένα επιπλέον ακόρντο ή μια μικρή μελωδική γραμμή. Θυμάμαι πολύ καλά, όμως, τη στιγμή που αποφάσισα πως θα ήθελα να ασχοληθώ ολοκληρωτικά με την τέχνη της μουσικής και του αυτοσχεδιασμού. Ήταν σε μια συναυλία του Αλκίνοου Ιωαννίδη στη Ζάκυνθο, από την οποία κατάγομαι, το 1996. Το group του Αλκίνοου ήταν εκπληκτικό, θυμάμαι. Μου είχε κάνει τόση εντύπωση ένα σόλο του μπασίστα και καλού μου φίλου, Γιώτη Κιουρτσόγλου, που μου δημιούργησε την ανάγκη να μάθω τον τρόπο να δημιουργώ τέτοιου είδους συγκινήσεις μέσω της μουσικής. Εκείνη η συναυλία άναψε τη “φωτίτσα” την οποία καλλιέργησα και εξακολουθώ να καλλιεργώ, την φροντίζω και την αφήνω να με οδηγήσει στο επόμενο μουσικό βήμα.
Πώς κυλούν οι μέρες της σύνθεσης για εσάς; Ακολουθείτε ένα αυστηρά πειθαρχημένο πρόγραμμα ή αφήνετε την έμπνευση να έρθει στον δικό της χρόνο;
Δεν μπορώ να πω πως ακολουθώ ένα αυστηρό πρόγραμμα. Συνήθως συνθέτω για ένα συγκεκριμένο album ή ένα project. Προσπαθώ να φανταστώ την μεγάλη εικόνα και να οριοθετήσω αισθητικά τον μουσικό κόσμο που θέλω να διερευνήσω, πριν αρχίσω να “επιτίθεμαι” σε αυτόν. Ο τρόπος που βλέπω τη σύνθεση, είναι σαν να πηγαίνεις στη θάλασσα με μάσκα (και βατραχοπέδιλα, ενδεχομένως) και να ψάχνεις το βυθό της για όμορφες πέτρες, τις οποίες θα τις μοιραστείς αργότερα με τους φίλους σου και θα τις θαυμάσεις μαζί τους. Καμιά φορά μια βουτιά μπορεί να μην επιφέρει τίποτα. Άλλες φορές μπορεί να επιφέρει τα πάντα. Όσο επιμένεις, βελτιώνεις τις πιθανότητες να βρεις περισσότερες ομορφιές.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου έναν πολύ ταλαντούχο συνθέτη. Για το λόγο αυτό οι μέρες της σύνθεσης συνήθως κυλούν επίπονα. Το προτέρημα μου, αν μπορώ να μιλήσω για μένα ως συνθέτη, είναι η μεγάλη αγάπη που νιώθω για τη μουσική δημιουργικότητα και η προσπάθεια μου να μπω στη θέση του ακροατή – ενός ακροατή που βρίσκω κάπου στην πρώιμη παιδική μου ηλικία.
Στην πρόσφατη εμφάνισή σας στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής παρουσιάσατε ένα πρόγραμμα εστιασμένο σε βραζιλιάνικούς ήχους, αλλά έχετε κάνει τζαζ διασκευές και σε ελληνικά κομμάτια, όπως το «Thalassaki». Είναι τελικά η τζαζ ένας παγκόσμιος ήχος;
Η Jazz είναι μια μουσική γλώσσα τόσο ανοιχτή και δεκτική που μπορεί να συγχωνεύσει ήχους και στυλ από όλο τον κόσμο. Υπάρχει η Cuban Jazz, η Brazilian Jazz, η Israeli Jazz κ.ο.κ. Η αλήθεια της μουσικής αυτής δεν βρίσκεται στο μουσικό υλικό της, όσο στον τρόπο με τον οποίο θα το διαχειριστεί ο μουσικός. Ο μεγάλος καλλιτέχνης του ιδιώματος, Wayne Shorter, είχε πει κάτι το οποίο βρίσκω εξαιρετικό για την Αλήθεια που φέρει: Jazz means, I dare you. Αν μπορώ να προσθέσω κάτι σε αυτή τη δήλωση, είναι πως το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, η ελευθερία να φλερτάρεις με τους κανόνες (αφού τους μάθεις πολύ καλά) και η ευαισθησία και ο σεβασμός στον συμπαίκτη είναι αξιωματικά στοιχεία της Jazz όπως την οριοθετώ εγώ, τουλάχιστον. Είναι μια βαθιά δημοκρατική μουσική που εκφράζει όσο κάθε άλλη μουσική τέχνη, την στιγμή στην οποία πραγματοποιείται.
Στο τελευταίο album σας με τίτλο Minor Dispute διαπραγματευτήκατε τις φωτεινές και σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα, την αποδοχή και έκφρασή τους με στόχο την προσωπική εξέλιξη. Σίγουρα η μουσική έχει τεράστια δύναμη. Πιστεύετε και εσείς ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για να επικοινωνήσει κάποια ερεθίσματα αλλά και για να τα προκαλέσει;
H καλλιτεχνική μου φιλοδοξία, αν θέλετε, ενυπάρχει σε αυτό ακριβώς που είπατε. Θεωρώ πως η μουσική αποκτά νόημα όταν εκφράζει συναισθήματα τα οποία μπορεί να προκαλέσει στον ακροατή. Βέβαια ο καθένας έχει την ελευθερία να μεταφράσει το μουσικό ερέθισμα με τον δικό του τρόπο. Αυτό είναι και μια από τις μεγάλες δυνάμεις της τέχνης. Είναι όμως μια ευχάριστη έκπληξη όταν ακούω κάποιον να μου περιγράφει την ακροαματική εμπειρία και να βλέπω πως αυτή έχει κάποιου είδους συνάφεια με την ιδέα – συναίσθημα που είχα όταν έγραφα ένα κομμάτι.
Το επόμενο άλμπουμ σας με τίτλο “Chroma” κυκλοφορεί τέλη Ιανουαρίου. Τι μπορούμε να περιμένουμε από αυτό;
Εδώ θα είναι η πρώτη μου συνεργασία με την εταιρεία Motema. Η ηχογράφηση έγινε στο Onassis Cultural Center στη Νέα Υόρκη το Δεκέμβριο του 2015 και συμμετέχουν όλα τα μέλη του γκρουπ μου (Gilad Hekselman/κιθάρα,
Shai Maestro/πιάνο, JohnHadfield/ντραμς, KeitaOgawa/percussions, Gokce Erem, Megan Gould, Eylem Basaldi & Migen Selmani/βιολί, Carrie Frey & Peter Kiral/βιόλα, Colin Stokes & Sam Quiggins/τσέλο). Πρόκειται ουσιαστικά για τέσσερα δικά μου κομμάτια και τρεις διασκευές.
Πώς βλέπετε την ελληνική τζαζ σκηνή σήμερα; Εξελίσσεται με έναν τρόπο που σας κάνει να αισιοδοξείτε;
Η ελληνική Jazz είναι πλέον γεγονός. Υπάρχει σκηνή με σοβαρούς μουσικούς, αφιερωμένους στο είδος και στην παραγωγική διαδικασία, με γνώση και ευαισθησία, μουσικούς ενήμερους για το τι συμβαίνει εκτός ελληνικών συνόρων στο μουσικό ιδίωμα που υπηρετούν, αλλά και σε άλλα είδη. Θεωρώ πως το επόμενο λογικό βήμα, είναι να γίνει πιο εξωστρεφής η εγχώρια σκηνή. Δηλαδή, με άλλα λόγια, να μην έχει νόημα η έννοια “εγχώρια” σκηνή, που μόλις χρησιμοποίησα, αλλά η ελληνική Jazz να είναι ένα κομμάτι της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Δυνατότητες υπάρχουν, ιδιαίτερα μέσω του internet. Αρκεί σκληρή δουλειά, συνέπεια και αφοσίωση στο ‘Ονειρο.